- κόρδα
- η1) струна; 2) нерв
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόρδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 94 μ., 258 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 33 χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλάνων. * * * η (Μ κόρδα) 1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή… … Dictionary of Greek
κόρδα — η (λ. λατ.), χορδή, νεύρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδακικώτερον — κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the adverbial comp κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the masc acc comp sg κορδᾱκικώτερον , κορδακικός like the neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρδαχ' — κόρδᾱκα , κόρδαξ cordax masc acc sg κόρδᾱκι , κόρδαξ cordax masc dat sg κόρδᾱκε , κόρδαξ cordax masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακικώτερος — κορδᾱκικώτερος , κορδακικός like the masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)